δήμαρχος

δήμαρχος
ο
ο αιρετός τοπικός άρχοντας, επικεφαλής του δήμου: Τα εγκαίνια της νέας δημοτικής βιβλιοθήκης θα γίνουν από το δήμαρχο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Δήμαρχος — chief official of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήμαρχος — chief official of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… …   Dictionary of Greek

  • Δημάρχω — Δήμαρχος chief official of a masc nom/voc/acc dual Δήμαρχος chief official of a masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημάρχω — δήμαρχος chief official of a masc nom/voc/acc dual δήμαρχος chief official of a masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Демарх — (Δήμαρχος) ξфициальный представитель и начальник аттического дема. Д. избирались демотами и сменялись ежегодно. Д. вел метрическую и писцовую книги своего дема, заведовал его казной, взыскивал сборы и подати. При процессах от лица дема Д. был его …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Τερεντίλιος ΄Αρσα, Γάιος — Δήμαρχος των πληβείων το 462 π.Χ. Έως την εποχή εκείνη, η διατύπωση των νόμων ήταν τέτοια ώστε γινόταν κατανοητή μόνο από τους πατρικίους. Ο Τ. εισηγήθηκε έναν κώδικα νόμων που να είναι κατανοητός σε όλους. Αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του αυτής,… …   Dictionary of Greek

  • Δημάρχοις — Δήμαρχος chief official of a masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημάρχοις — δήμαρχος chief official of a masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημάρχου — Δήμαρχος chief official of a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”